-
1 γενεθλιακος
I3связанный с рождениемὧραι γενεθλιακαί Anth. — день рождения
IIὅ составитель гороскопов, астролог Gell.
См. также в других словарях:
γενεθλιακός — γενεθλιακός, ή, όν (AM) [γενέθλη] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη γέννηση («γενεθλιακαὶ ὦραι») 2. φρ. «γενεθλιακή πανήγυρις» τα Χριστούγεννα … Dictionary of Greek